Δασμοί: Από την οικονομική ορθοδοξία στον Μπίσμαρκ
Δασμοί: Από την οικονομική ορθοδοξία στον Μπίσμαρκ
Η στροφή 180 μοιρών στην πολιτική των ΗΠΑ ως προς το ελεύθερο εμπόριο, από τις κυβερνήσεις του Κλίντον και του Μπους του νεότερου, που υποστήριζαν, και μάλιστα πιεστικά, προς τις άλλες χώρες τη μείωση των εμποδίων στο διεθνές εμπόριο, έως την κυβέρνηση Μπους, που επέστρεψε στον προστατευτισμό, επανέφερε στην επικαιρότητα το ζήτημα των δασμών.
Η πρακτική της επιβολής δασμών υπήρχε ήδη από την Αρχαία Ελλάδα και την Αρχαία Ρώμη. Και υπήρχε όχι ως εργαλείο οικονομικής πολιτικής, αλλά ως ένας βασικός τρόπος ενίσχυσης των οικονομικών του κράτους. Ομως η εμφάνιση της πολιτικής οικονομίας, με τον Ανταμ Σμιθ και στη συνέχεια τον Ντέιβιντ Ρικάρντο, συνδέθηκε με την άσκηση οικονομικής πολιτικής, στο πλαίσιο της οποίας ήρθε στο προσκήνιο η θεωρία του ελεύθερου εμπορίου. Μάλιστα, η υποστήριξη του ελεύθερου (διεθνούς) εμπορίου αποτέλεσε ένα από τα βασικά σημεία της πολιτικής πλατφόρμας του φιλελευθερισμού, από τις απαρχές του.
Ανταμ Σμιθ: Καταμερισμός εργασίας, σημασία της ελεύθερης ανταλλαγής και διεθνής αγορά
Ο Ανταμ Σμιθ υποστήριζε ήδη από το 1776 (στο «Ερευνα για τη Φύση και τα Αίτια του Πλούτου των Εθνών», το γενέθλιο έργο της οικονομικής επιστήμης) τη γενικευμένη ελεύθερη ανταλλαγή, γράφοντας: Κανένας σώφρων οικογενειάρχης δεν θα επιχειρήσει ποτέ να φτιάξει στο σπίτι του κάτι που θα του κοστίσει περισσότερο να το παράξει παρά να το αγοράσει. Ο ράφτης δεν επιχειρεί να φτιάξει τα δικά του παπούτσια, αλλά τα αγοράζει από τον παπουτσή. Και ο παπουτσής δεν επιχειρεί να φτιάξει τα δικά του ρούχα, αλλά τα αγοράζει από έναν ράφτη. Ο αγρότης δεν προσπαθεί να κάνει τίποτε από τα δύο και τα αγοράζει από τους δύο διαφορετικούς τεχνίτες. Ολοι διαπιστώνουν ότι τους συμφέρει να αξιοποιήσουν όλη την εργατικότητά τους, έτσι ώστε να έχουν κάποιο πλεονέκτημα σε σχέση με τους γείτονές τους και να αγοράζουν με ένα μέρος της παραγωγής τους οτιδήποτε άλλο χρειαστούν.
Παράλληλα, ο Ανταμ Σμιθ τονίζει τη σημασία της ανάπτυξης των μεταφορών, με ιδιαίτερη έμφαση στις θαλάσσιες και γενικότερα στις πλωτές μεταφορές, καθώς μειώνει το κόστος για πάρα πολλά προϊόντα, αλλάζοντας την τάξη μεγέθους του χώρου της ανταλλαγής. Ετσι, τα μέσα μεταφοράς λειτουργούν ως εξωτερική οικονομία, που μαζί με τη συγκέντρωση των δραστηριοτήτων στα αστικά κέντρα οδηγεί ταυτόχρονα σε αύξηση της παραγωγής και διασύνδεση των αρχικά ανεξάρτητων παραγωγών, στο πλαίσιο μιας ολοένα διευρυνόμενης παγκόσμιας αγοράς.
Ντέιβιντ Ρικάρντο: Συγκριτικό πλεονέκτημα και ελευθερία του εμπορίου
Το βιβλίο του Σμιθ ενέπνευσε τον Ντέιβιντ Ρικάρντο, έναν Αγγλο με καταγωγή από την Ολλανδία, να γίνει οικονομολόγος, αφού είχε ήδη κάνει περιουσία ως χρηματιστής στο Σίτι του Λονδίνου. Στο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε το 1817 («Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας»), ο Ρικάρντο ανέπτυξε την αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, εισάγοντας παράλληλα τα οικονομικά μοντέλα στην οικονομική επιστήμη.
Λέμε ότι ένας παραγωγός έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή ενός αγαθού έναντι άλλων παραγωγών όταν το κόστος ευκαιρίας του είναι χαμηλότερο από των άλλων – όπου κόστος ευκαιρίας για την παραγωγή ενός αγαθού Α είναι η ποσότητα των άλλων αγαθών που θυσιάζεται για να παραχθεί μία μονάδα από το αγαθό Α.
Η βασική ιδέα του Ρικάρντο είναι πως, αν κάθε χώρα στρέψει τους πόρους της στην παραγωγή εκείνου του προϊόντος στο οποίο έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και το διαθέσει στη διεθνή αγορά –η οποία πρέπει να λειτουργεί ανταγωνιστικά, χωρίς δασμολογικούς ή άλλους περιορισμούς–, τότε όλες οι χώρες θα βρεθούν σε καλύτερη κατάσταση από εκείνη στην οποία θα βρίσκονταν αν κάθε μία παρήγαγε η ίδια όλα τα προϊόντα που χρειαζόταν.
Η αρχή διατυπώθηκε για πρώτη φορά από τον Ρόμπερτ Τόρενς, αξιωματικό του βρετανικού στρατού και ιδιοκτήτη της εφημερίδας Globe, το 1815. Η υπεράσπιση του ελεύθερου εμπορίου από τον Ρικάρντο δεν ήταν απλώς μία ακόμα ακαδημαϊκή άσκηση. Ο Ρικάρντο εφάρμοσε στην πράξη τις οικονομικές απόψεις του ως μέλος του βρετανικού Κοινοβουλίου. Στάθηκε απέναντι στους Νόμους των Σιτηρών (Corn Laws), που περιόριζαν την εισαγωγή σιτηρών, και πέτυχε την κατάργησή τους.
Η ελευθερία του εμπορίου ως πολιτική – οι δύο όψεις
Η κατάργηση των Νόμων των Σιτηρών το 1846 σηματοδότησε μια εποχή ελεύθερου εμπορίου, σε μια πρώτη μορφή παγκοσμιοποιημένης αγοράς, όπως αυτή άρχισε να διαμορφώνεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αλλωστε το κεντρικό επιχείρημα των οικονομολόγων υπέρ του ελεύθερου εμπορίου δεν έχει αλλάξει σημαντικά τους δύο τελευταίους αιώνες, συνεχίζοντας να βασίζεται κυρίως στην αρχή του συγκριτικού πλεονεκτήματος.
Μάλιστα, όπως έγραψε στη «Φιλοσοφία της Οικονομίας» η Τζόαν Ρόμπινσον, για τους νεοκλασικούς οικονομολόγους η πίστη στο ελεύθερο εμπόριο έγινε το σήμα του καλού οικονομολόγου, ενώ οι προστατευτιστές θεωρούνταν κατώτεροι και κινούμενοι εκτός των κανόνων της οικονομικής επιστήμης. Ομως, συνεχίζοντας με την Τζόαν Ρόμπινσον, «η επίκληση του “καλού” για τον κόσμο στο σύνολό του ήταν πολύ φτωχή για να μπορέσει να γοητέψει πολιτιστικούς και ψηφοφόρους. Το επιχείρημα (υπέρ του ελεύθερου εμπορίου) πως η (δασμολογική) προστασία θα μπορούσε να ωφελήσει μια χώρα σε βάρος των υπολοίπων δεν μπορούσε να θεωρηθεί επαρκές, καθώς το κοινό θα μπορούσε να απαντήσει “αν πρόκειται να ωφελήσει εμάς, τότε οδηγήστε μας σε αυτό”».
Επιπλέον, το οικονομικό μοντέλο για την υπεροχή του ελεύθερου εμπορίου ήταν ένα στατικό μοντέλο βάσει του οποίου κάθε χώρα θεωρούνταν πως έχει δεδομένο πληθυσμό, δεδομένους φυσικούς πόρους, δεδομένο απόθεμα κεφαλαίων και δεδομένες τεχνικές γνώσεις. Πολλές φορές, όμως, η στατική κατάσταση δεν είναι το ζητούμενο. Ετσι, τα κράτη καταφεύγουν στον προστατευτισμό για να βελτιώσουν την κατάστασή τους (π.χ. την απασχόληση, τη διόρθωση του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών ή την ανάπτυξη βιομηχανικών κλάδων που βρίσκονται στα πρώτα στάδια – νηπιακή βιομηχανία).
Επίσης, η ύπαρξη ενός πλαισίου παγκόσμιου ανταγωνισμού, όπως προϋποτίθεται στη θεωρία για το ελεύθερο εμπόριο, συναντά, πρακτικώς, πολλά εμπόδια. Ετσι, το επιχείρημα ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι ωφέλιμο για κάθε χώρα δεν μπορούσε να υποστηριχθεί. Γι’ αυτό, όπως σημειώνει η Τζόαν Ρόμπινσον, στον κόσμιο πριν το 1914 η Μεγάλη Βρετανία είχε να επωφεληθεί τα πάντα από την υιοθέτηση της ελευθερίας του εμπορίου από μέρους των άλλων χωρών, ενώ θα έχανε ελάχιστα αν την υιοθετούσε η ίδια.
Οτι η υπόθεση του ελεύθερου εμπορίου ήταν υπόθεση εθνικού συμφέροντος το αναγνώριζε και ο Μάρσαλ, ο οποίος έγραψε στις «Γενικές Αρχές» του για την περίπτωση της Γερμανίας του Μπίσμαρκ: «Ενώ αναγνώριζαν την ηγεσία του Ανταμ Σμιθ, οι γερμανοί οικονομολόγοι εξερεθίζονταν περισσότερο από κάθε άλλον από αυτό που θεωρούσαν ως στενόμυαλη έλλειψη ευρύτητας και από την αυτοπεποίθηση της Ρικαρντιανής Σχολής. Ιδιαίτερα έφεραν βαρέως τον τρόπο με τον οποίο οι άγγλοι συνήγοροι του ελεύθερου εμπορίου προϋπέθεταν σιωπηρά ότι μια άποψη που είχε εδραιωθεί σε σχέση προς μια βιομηχανική χώρα, όπως η Αγγλία, θα μπορούσε να ισχύει χωρίς αναπροσαρμογές και για τις αγροτικές χώρες.
»Η λαμπρή ιδιοφυία και ο εθνικιστικός ενθουσιασμός του Λιστ ανέτρεψαν αυτή την προϋπόθεση. Απέδειξε ότι οι ρικαρντιανοί δεν είχαν λογαριάσει παρά ελάχιστα μόνο τις έμμεσες συνέπειες της ελευθερίας του εμπορίου, ότι στη Γερμανία, και ακόμη περισσότερο στην Αμερική, οι περισσότερες από τις έμμεσες συνέπειές της ήταν δυσμενείς, ενώ υποστήριξε μαχητικά ότι το αρνητικό από αυτές ξεπερνούσε τα άμεσα οφέλη από την ελευθερία του εμπορίου».
Η επίδραση του Φρίντριχ Λιστ
Ο Φρίντριχ Λιστ (1789-1846) ήταν γερμανός οικονομολόγος που τάχθηκε εναντίον του οικονομικού φιλελευθερισμού των αγγλων κλασικών και υπέρ της προστασίας της εγχώριας βιομηχανίας. Στο κύριο έργο του, το «Εθνικό Σύστημα της Πολιτικής Οικονομίας», εκφράζει την έντονη αντίδρασή του προς την «πολιτική οικονομία» των κλασικών (άγγλων οικονομολόγων), την οποία περιγράφει ως «κοσμοπολίτικη οικονομία», επειδή έχει κοσμοπολίτικο και όχι εθνικό χαρακτήρα.
Οπως γράφει ο Λιστ, οι κλασικοί μιλούν «για μια οικονομία που έχει ως αποκλειστικό αντικείμενο τα συμφέροντα του συνόλου της παγκόσμιας κοινωνίας, χωρίς να ενδιαφέρεται για τα χωριστά συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών». Αντίθετα, υποστηρίζει ότι αντικείμενο της επιστήμης της Πολιτικής Οικονομίας θα έπρεπε να είναι η έρευνα για το πώς ένα δεδομένο έθνος μπορεί, στις δεδομένες συνθήκες, να αποκτήσει ευημερία, πολιτισμό και δύναμη μέσω της γεωργίας, της βιομηχανίας και του εμπορίου.
Μάλιστα, πιστεύει πως η βιομηχανία αποτελεί πλέον το υπόβαθρο της γενικής οικονομικής προόδου, και για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, όταν ακόμα βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο, θα πρέπει να υπάρχει κάποια λογική, χωρίς υπερβολές, δασμολογική προστασία, με παράλληλη ελεύθερη εισαγωγή τροφίμων και πρώτων υλών. Ετσι, όταν αναπτυχθεί η βιομηχανία, θα επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα και στους άλλους τομείς της οικονομίας.
Οι θεωρίες του Λιστ άσκησαν μεγάλη επίδραση στην οικονομική πολιτική του 19ου αιώνα τόσο στη Γερμανία όσο και στις ΗΠΑ, επηρεάζοντας και πολλές από τις θεωρίες οικονομικής ανάπτυξης που ακολούθησαν. Στον ευρωπαϊκό χώρο του 19ου αιώνα χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση της Γερμανίας.
Ο Μπίσμαρκ και οι δασμοί του 1879
Το τέλος των Ναπολεόντειων πολέμων βρήκε τη Γερμανία με πάνω από 30 κράτη και κρατίδια, ισχυρότερο από τα οποία ήταν η Πρωσία. Ολα ασκούσαν φιλελεύθερη πολιτική, αν και ο ανταγωνισμός με την Αγγλία ήταν ισχυρός. Ακόμη και στην Πρωσία, που προηγουμένως ασκούσε συντηρητική οικονομική πολιτική, παρατηρήθηκε μια τάση για φιλελευθεροποίηση του εμπορίου, υπό την επίδραση των άγγλων κλασικών. Οπως έγραψε ο Λιστ, «η πρωσική γραφειοκρατία για πολύ καιρό κατέβαλλε προσπάθειες εναντίον των επικλήσεων για βοήθεια που προέρχονταν από τη χώρα. Είχαν πολύ εύκολα διαποτιστεί στα πανεπιστήμια από τη θεωρία του Ανταμ Σμιθ, έτσι ώστε να μην μπορούν να διαπιστώσουν τις ανάγκες της εποχής με αρκετή ταχύτητα».
Οι διαμαρτυρίες της βιομηχανίας ήταν τόσο ισχυρές ώστε το 1818 η Πρωσία υιοθέτησε χαμηλούς δασμούς για την προστασία της βιομηχανίας της. Εναν χρόνο αργότερα ακολούθησε η Γερμανική Τελωνειακή Ενωση (Zollverein), στην οποία προσχώρησαν σταδιακά όλα τα γερμανικά κράτη και κρατίδια, με σημαντικότερη εξαίρεση εκείνη της Αυστρίας. Ομως και πάλι η Ενωση μπήκε σε τροχιά φιλελευθεροποίησης, καταργώντας τους δασμούς για τα σιτηρά το 1853 και προχωρώντας το 1861 σε εμπορική συμφωνία με τη Γαλλία, η οποία είχε ελαττώσει τους δασμούς για τα βιομηχανικά προϊόντα. Τέλος, το 1873 καταργήθηκαν οι δασμοί για τον σίδηρο.
Ετσι, η ενοποιημένη πλέον Γερμανία, από το 1871, ήταν κυρίως αγροτική χώρα και εξαγωγέας σιτηρών. Γι’ αυτό και οι γαιοκτήμονες ήταν αντίθετοι με την επιβολή δασμών για την προστασία των βιομηχανικών προϊόντων, από τον φόβο να επιβάλουν οι άλλες χώρες δασμούς στα αγροτικά προϊόντα. Ομως μετά το 1875, με την αύξηση της παραγωγής σε Αμερική και Ρωσία και τη βελτίωση του σιδηροδρομικού δικτύου, που διευκόλυνε το άνοιγμα των αγορών, άρχισαν να πέφτουν διεθνώς οι τιμές των γεωργικών προϊόντων. Ετσι, ο διεθνής ανταγωνισμός κατέληξε να είναι αρνητικός τόσο για τα βιομηχανικά όσο και για τα γεωργικά προϊόντα της Γερμανίας.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε συμμαχία τους βιομήχανους με τους γαιοκτήμονες (τους Γιούνκερς), με αίτημά τους την επιβολή δασμών από μέρους της Γερμανίας, ώστε να προστατευθεί η γερμανική παραγωγή. Ως αποτέλεσμα, το 1878 ο καγκελάριος Οτο φον Μπίσμαρκ αποφάσισε να δημιουργήσει μια επιτροπή για να σχεδιάσει την επιβολή δασμών στις εισαγωγές, συνδυάζοντας το μέτρο αυτό με μείωση της άμεσης φορολογίας.
Σε γράμμα του στην επιτροπή τον Δεκέμβριο του 1878 ο Μπίσμαρκ έγραψε ότι ναι μεν δεν παίρνει θέση στο κατά πόσον η πλήρης, αμοιβαία ελευθερία του διεθνούς εμπορίου, όπως αυτή που εξετάζει η θεωρία του ελεύθερου εμπορίου, θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Γερμανίας, αλλά καθώς οι περισσότερες χώρες με τις οποίες συναλλασσόταν η Γερμανία προχωρούσαν σε τελωνειακούς φραγμούς, που έτειναν να πολλαπλασιάζονται, δεν του φαινόταν δικαιολογημένο, για το οικονομικό συμφέρον του έθνους, να μην κάνει το ίδιο, ώστε τα γερμανικά προϊόντα να προτιμώνται ελαφρώς από τα ξένα.
Επίσης, ο Μπίσμαρκ δήλωσε ότι η γενική δασμολογική προστασία της εγχώριας παραγωγής ήταν ανώτερη από επιμέρους δασμούς σε συγκεκριμένα προϊόντα, επειδή τα αποτελέσματά της θα εξαπλώνονταν εξίσου σε όλους τους παραγωγικούς κλάδους. Ετσι, ακόμα και η μειοψηφία του πληθυσμού, που δεν παρήγε τίποτα αλλά μόνο κατανάλωνε – οπότε θα επιβαρυνόταν από την αύξηση των τιμών– τελικά θα βρισκόταν σε καλύτερη θέση όταν, μέσω της δασμολογικής προστασίας, θα αυξανόταν ο πλούτος της χώρας.
Οι (υψηλοί) δασμοί που επιβλήθηκαν το 1879 ανέβασαν όντως τις τιμές των γερμανικών γεωργικών προϊόντων, προκαλώντας κοινωνικές αντιδράσεις, αλλά παράλληλα βοήθησαν τη γερμανική οικονομία να αναπτυχθεί. Επίσης, μετά την παραίτηση του Μπίσμαρκ, το 1890, οι δασμοί δεν καταργήθηκαν, αλλά η Γερμανία προχώρησε σε επιμέρους εμπορικές συμφωνίες με άλλες χώρες, μειώνοντας τους δασμούς στα προϊόντα τους με αντάλλαγμα την καλύτερη πρόσβαση των δικών της στις αγορές τους. Συνδύασε έτσι τη δασμολογική πολιτική της με την οικονομική διπλωματία. Κάπως έτσι, το 1914 η Γερμανία έφτασε να είναι η ισχυρότερη οικονομία της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Για το κείμενο αντλήθηκαν στοιχεία από τα εξής συγγράμματα:
Θεωρία Οικονομικής Εξέλιξης, του Γ. Η. Κριμπά (1979, εκδ. Παπαζήση)
Η φιλοσοφία της Οικονομίας, της Τζόαν Ρόμπινσοιν (1969, εκδ. Παπαζήση)
Ιστορία της Οικονομικής Αναλύσεως, του Ρ. Δ. Θεοχάρη (1980, εκδ. Παπαζήση)
Οικονομική, των G. R. Mankiw, M. P. Taylor (2017, εκδ. Τζιόλα)
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News