Ενότητα και διαφοροποίηση στις γλώσσες
Ενότητα και διαφοροποίηση στις γλώσσες
Ενα από τα πιο σημαντικά θέματα τής θεωρίας τής γλώσσας είναι το αν κυριαρχούν στην γλώσσα στοιχεία που ενώνουν ή στοιχεία που διαφοροποιούν τις ανθρώπινες γλώσσες. Η καθολικότητα ή η διαφοροποίηση, η σταθερότητα ή η ποικιλία διέπουν την γλώσσα;
Ηδη το ίνδαλμα μιας κοινής γλώσσας για όλον τον κόσμο γέννησε τον γλωσσικό «πύργο τής Βαβέλ», που με διάφορες μορφές απαντά σε περισσότερες γλωσσικές παραδόσεις. Εκκινεί πάντα από την ενιαία γλώσσα και βαίνει στην γλωσσική διαφοροποίηση, άλλοτε ως μορφή τιμωρίας άλλοτε ως απλή ερμηνευτική αντίληψη. Αυτά ανάγονται σε προεπιστημονικό επίπεδο.
Οταν δημιουργείται η επιστήμη τής γλώσσας, η γλωσσολογία (αρχές 19ου αιώνα), αρχικά ως «συγκριτική» και «ιστορικοσυγκριτική» γλωσσολογία, ελκύει την έρευνα η αναγωγή σε «πρωτογλώσσες» και «οικογένειες» γλωσσών που διέπονται από κοινά χαρακτηριστικά (λεξιλογικά, φωνητικά, γραμματικά και συντακτικά). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα τής «Ινδοευρωπαϊκής οικογένειας» γλωσσών στην οποία ανήκει και η ελληνική γλώσσα.
Εναν αιώνα αργότερα (αρχές 20ού αιώνα) ιδρύεται η «θεωρητική γλωσσολογία» με πλήθος διακεκριμένων γλωσσολόγων από τότε μέχρι σήμερα και με τρεις γλωσσολόγους να αποτελούν σταθμούς: έναν Ελβετό, τον Ferdinand de Saussure (1857-1913), έναν Ρώσο, τον Roman Jakobson (1896-1982), και έναν Αμερικανό, τον Noam Chomsky (γενν. 1928). Ποια ήταν η συνεισφορά των τριών αυτών κολοσσών στην αντιμετώπιση τού γλωσσικού δυϊσμού: ενότητα – διαφοροποίηση;
Ο Ferdinand de Saussure στο (μεταθανάτιο) έργο του «Μαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας» (“Cours de linguistique générale” 1916), ενώ έχει θητεύσει και διαπρέψει στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία, όπου οι ομοιότητες παίζουν σημαίνοντα ρόλο, στην θεωρία τής γλώσσας στέκεται και αναδεικνύει τις διαφορές ως το πρωτεύον στοιχείο τής γλώσσας:
«Στην γλώσσα (λόγο) δεν υπάρχουν παρά μόνο διαφορές (différences). Και μάλιστα, ενώ οι διαφορές προϋποθέτουν γενικά θετικούς όρους επί των οποίων στηρίζονται, στην γλώσσα δεν υπάρχουν παρά διαφορές χωρίς θετικούς όρους. Είτε πάρουμε το σημαίνον είτε το σημαινόμενο, στην γλώσσα δεν υπάρχουν ούτε σημασίες ούτε φθόγγοι που να προϋπάρχουν τού γλωσσικού συστήματος. […] Σημασία και φθόγγοι που περιέχονται σ’ ένα σημείο έχουν πολύ λιγότερη σημασία από τα άλλα σημεία που το περιβάλλουν».
Στην θεωρητική σύλληψη τού Saussure για την γλώσσα κυριαρχεί η έννοια τού συστήματος ―τής δομής (structure), όπως ονομάστηκε αργότερα―, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε μεμονωμένο στην γλώσσα∙ τα πάντα εντάσσονται σε ένα σύστημα σχέσεων, συνταγματικών (μεταξύ ενεργών παρόντων στοιχείων μέσα στην πρόταση) και παραδειγματικών (μεταξύ απόντων δυνάμει στοιχείων στην πρόταση). Άρα κάθε γλωσσικό σημείο (λέξη) είναι ένα σύνολο αξιών που το διαφοροποιεί από όλα τα άλλα, όπως και κάθε γλωσσικό σύστημα (κάθε γλώσσα) διαφέρει από όλα τα άλλα ως ένα διακριτό σύστημα αξιών. Έτσι η λέξη δίνω τής Ελληνικής διαφέρει από το give τής Αγγλικής ή το donner τής Γαλλικής, διότι ενατάσσεται μέσα σ’ένα διαφορετικό πλέγμα σχέσεων∙ γιατί είναι αξία και όχι απλή λέξη.
Σημειώνεται ότι το μεγάλο κίνημα τού δομισμού (στρουκτουραλισμού), τόσο τού ευρωπαϊκού όσο και τού «πολύ σκληρού» στον τομέα τής γλώσσας, τού αμερικανικού δομισμού (Leonard Bloomfield, Zellig Harris, Charles Hockett, Kenneth Pike κ.ά.), που ασχολήθηκε με τις γλώσσες των ιθαγενών τής Αμερικής, στηρίχθηκαν θεωρητικά και πρακτικά στην διαφοροποίηση, την οποία ενίοτε «αποθέωσαν».
Διαφορετική είναι η στάση τού άλλου μεγάλου κολοσσού που καθόρισε την γλωσσολογική θεωρία, τού Roman Jakobson. Στο συγκεντρωτικό (μεταθανάτιο) βιβλίο του «Για την γλώσσα» (“On Language” 1990) και μάλιστα στα αγαπημένα του θέματα (“favorite topics”) είναι η δυϊκή σχέση ενότητας και διαφοροποίησης (invariation – variation) που δηλώνεται και ως σχέση καθολικότητας – μεταβλητότητας (universalism – variation). Η σταθερή του θέση είναι ότι «τα φωνητικά συστήματα των επιμέρους γλωσσών είναι ποικίλλουσες εφαρμογές καθολικών σταθερών».
Το ίδιο ισχύει και για την γραμματική και την σύνταξη. Στον Jakobson μάλιστα ισχύει και για γλωσσικές δομές τής λογοτεχνικής γλώσσας (σχήματα λόγου, μετρικά σχήματα, γλωσσικές παραλληλίες κ.λπ.). Έτσι, βαθμιαία και πρώιμα, ο Jakobson οδηγήθηκε και σε καθολικές δομές τής παιδικής γλώσσας. Γενικότερα ο μεγάλος αυτός γλωσσολόγος έδωσε έμφαση στο τί ενώνει τις γλώσσες μάλλον (καθολικότητα) από αυτό που τις διαφοροποιεί (μεταβλητότητα). Αλλά η διαφορά και σ’ αυτόν είναι σαφής.
Ωστόσο η «επανάσταση» στον τομέα αυτόν έμελλε να γίνει από μια εγγενώς επαναστατική φύση που έχει όμως το χάρισμα μιας εκλεκτικής αξιοποίησης μεγάλων στιγμών τής παράδοσης, τον Αμερικανό καθηγητή γλωσσολογίας τού ΜΙΤ, τον Noam Chomsky. Είναι ο γλωσσολόγος που τόλμησε και «βούτηξε στα βαθιά»! Εκκινώντας από γλωσσολογικό πάντα ενδιαφέρον ―και μάλιστα από το πιο «σκληρό», την σύνταξη― μελέτησε πολύπλοκα και λεπτά συναφή θέματα φιλοσοφίας, γνωσιακής επιστήμης, βιολογίας και νευροβιολογίας, ψυχολογίας, φυσικών επιστημών και επιστημολογίας. Περιπλανήθηκε δημιουργικά από τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα μέχρι τον Καρτέσιο και την Καθολική Γραμματική τού Port-Royal.
Η επιστημολογική ευρυμάθειά του, το πάθος του για την μελέτη τής γλώσσας σ’ ένα πολύ διευρυμένο επίπεδο και η σπάνια ερευνητική ευφυΐα και τόλμη του με έμφαση στην σχέση γλώσσας και σκέψης (επιστημών τού εγκεφάλου) και στην κατάκτηση τής γλώσσας τον οδήγησαν στην τολμηρή σύλληψη τής θεωρίας των «αρχών και παραμέτρων» και στην «μινιμαλιστική θεωρία» τής γλώσσας. Σταθμοί η διδασκαλία του στην Ιταλία, στην Πίζα (1978) και, κυρίως, στην Σιένα τής Τοσκάνης (1999) που έδωσαν το βιβλίο του “On Nature and Language” (Cambridge Univ. Press 2002, ελληνική μετάφρ από Γ. Κοτζόγλου στις Εκδ. Παπαδήμα 2004) και το πιο πρόσφατο “The Secrets of Words” (Cambridge Univ. Press 2022, ελληνική μετάφραση από Θ. Χαλικιά στις Εκδ. Gutenberg 2024), σε συνεργασία το δεύτερο με τον μαθητή και φίλο του Ιταλό Andrea Moro, αστέρι τής σύγχρονης γλωσσικής επιστήμης.
Το μεγάλο θέμα «ενότητα και διαφοροποίηση στις γλώσσες» με την μέχρι τούδε εξέλιξη τής θεωρίας τού Chomsky για την γλώσσα (ο ίδιος την χαρακτηρίζει επιφυλακτικά «ερευνητικό πρόγραμμα» εν εξελίξει [research program]) παίρνει μια απρόσμενη εκπληκτική διάσταση. Ούτε λίγο ούτε πολύ ―ας μού επιτραπεί, η γενικευτική αυτή διατύπωση― κατά τον Chomsky πλέον οι επιμέρους φυσικές γλώσσες δεν είναι εγγενώς και εξ αρχής διαφοροποιημένα γλωσσικά συστήματα αλλά παραμετρικές διαφοροποιήσεις μιας κοινής Καθολικής Γραμματικής. Οι απόψεις του όπως εκτίθενται εύστοχα και εις βάθος από τους γλωσσολόγους συνομιλητές τού Chomsky στην Σιένα, τους καθηγητές Adriana Belletti και Luigi Rigi, συνίστανται στην εξής θέση:
«Η Καθολική Γραμματική παύει να είναι απλώς μια γραμματική μεταθεωρία και γίνεται ένα αναπόσπαστο συστατικό των επιμέρους γραμματικών [ενν. των γλωσσικών συστημάτων των φυσικών γλωσσών]. Πιο συγκεκριμένα, η Καθολική Γραμματική είναι ένα σύστημα καθολικών κανόνων, μερικοί από τους οποίους περιέχουν παραμέτρους, σημεία δηλαδή επιλογής τα οποία μπορούν να καθοριστούν σύμφωνα με ένα περιορισμένο αριθμό τρόπων. Μια επιμέρους γραμματισυνκή, λοιπόν, δημιουργείται απευθείας από την Καθολική Γραμματική μέσω τού καθορισμού των παραμέτρων κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο: τα Ιταλικά, τα Γαλλικά, τα Κινέζικα κ.λπ. είναι άμεσες εκφράσεις τής Καθολικής Γραμματικής υπό συγκεκριμένα και διακριτά σύνολα παραμετρικών αξιών. Δεν υποθέτουμε την ύπαρξη κανενός συστήματος κανόνων εξειδικευμένου σε μια γλώσσα: οι δομές κατασκευάζονται απευθείας από τις αρχές τής Καθολικής Γραμματικής σύμφωνα με συγκεκριμένες παραμετρικές επιλογές» [Μετάφρ. τού “On Nature and Language”, σ. 36-37]
Τελικά, λοιπόν, ―για τους γνωρίζοντες την εντυπωσιακή πολυπλοκότητα που χαρακτηρίζει στην εξέλιξή της τις αναλύσεις τής Γενετικής-Μετασχηματιστικής Γραμματικής, τής θεωρίας δηλαδή τού Chomsky―, τόσο απλή είναι η ουσία αυτής τής σχέσης, μια σχέση γενικού και ειδικού, μια σχέση Καθολικής Γραμματικής και παραμέτρων της; Τόσο απλή; Μη μάς εκπλήσσει αυτό. Ο Chomsky έχει δώσει ήδη την απάντηση (και μεγάλο δίδαγμα μαζί) σε ανύποπτο χρόνο:
«Είναι σημαντικό να μάθει κανείς να εκπλήσσεται από απλά γεγονότα» [Μετάφρ. τού “The Secrets of Words”, σ. 52]
Αρα αυτό που διέπει καθοριστικά την γλώσσα είναι «η αρχή τής οικονομίας», την οποία πρώτος ανέδειξε επιστημονικά ο μεγάλος Γάλλος γλωσσολόγος André Martinet (“Économie des changements phonétiques” 1955). Ο Martinet έδειξε την τάση να υπερισχύουν στην γλώσσα πιο οικονομικές και πιο γενικές δομές. Η αρχή αυτή διευρυμένη υπαγορεύει ότι με ελάχιστα συστατικά και μέσω περιορισμένου αριθμού κανόνων ή γενικών αρχών μπορείς να ερμηνεύσεις την δημιουργία των άπειρων σε αριθμό δομών (προτάσεων) κάθε φυσικής γλώσσας. Την οικονομική αυτή δυνατότητα τής γλώσσας την αποκαλεί «θαύμα» ο Chomsky και την δηλώνει ο ίδιος με αφοπλιστική ειλικρίνεια:
«Το θαύμα που εντυπωσίασε τόσο πολύ τον Γαλιλαίο και τον Arnaud [τον συγγραφέα τής “Grammaire générale et raisonnée” τού Port-Royal, 1660] ―και το οποίο συνεχίζει να εντυπωσιάζει κι εμένα, γεγονός που με παραξενεύει― αφορά το πώς είμαστε σε θέση, με λιγοστά μόνο σύμβολα, να κάνουμε γνωστές στους άλλους τις εσωτερικές διεργασίες τού νου μας. Αυτό είναι κάτι που αξίζει να μάς εκπλήσσει και να μάς ξενίζει. Και είναι κάτι που κατανοούμε σε κάποιον βαθμό, αλλά όχι μεγάλο». [Μετάφρ. τού “The Secrets of Words”, σ. 63-64]
Η ασίγαστη επιστημονική αγωνία τού Chomsky ήταν πάντα ―το ομολογεί ο ίδιος― να απαντήσει στο ερώτημα «αν μπορεί η γλώσσα να είναι τέλεια» ή στο (αναδιαμορφωμένο) ερώτημα «αν η γλώσσα έχει κάποιου είδους βέλτιστο σχεδιασμό». Έτσι με την ωριμότητα που τού εξασφάλισαν πάνω από 40 χρόνια εντατικής μελέτης και έρευνας στην γλώσσα «υπερέβη τον Ρουβίκωνα»: πέρασε σε μια πολύ πιο γενική, νοησιαρχική και οικονομική θεώρηση τής γλώσσας. Βλέπει την γλώσσα ως ένα βιολογικά προσδιορισμένο, εγγενές στον εγκέφαλο τού ανθρώπου βέλτιστο σύστημα με χαρακτηριστικό την μέγιστη οικονομία των διαδικασιών (επιλογή των πιο απλών, μινιμαλιστικών και αποτελεσματικών διαδικασιών) που συνδέουν τα επίπεδα σημασίας και φθόγγων (ελάχιστες πολύ γενικές αρχές όπως η συγχώνευση [merge] και η κίνηση [move]).
Κυρίαρχο στοιχείο σε αυτή την θεώρηση τού Chomsky είναι η ενοποίηση, η άρση τής αντίθεσης μεταξύ ενότητας (καθολικότητας) τής γλώσσας και διαφοροποίησης των επιμέρους γλωσσών, η ανάδειξη δηλαδή τής τελειότητας τής ανθρώπινης γλώσσας ως βέλτιστου συστήματος τού οποίου βέλτιστες πραγματώσεις είναι οι επιμέρους γλώσσες. Αυτό είναι το όραμα τού Chomsky (και όχι μόνον), μολονότι υπολείπεται ακόμη πολύς δρόμος.
* Ο Γ. Μπαμπινιώτης είναι ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας και πρώην πρύτανης τού ΕΚΠΑ
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News