849
| Creative Protagon

Οι εκδοχές της προδοσίας

Δημήτρης Ευθυμάκης Δημήτρης Ευθυμάκης 17 Απριλίου 2025, 19:20

Οι εκδοχές της προδοσίας

Δημήτρης Ευθυμάκης Δημήτρης Ευθυμάκης 17 Απριλίου 2025, 19:20

Το ομοίωμα του Ιούδα, φτιαγμένο από παλιόρουχα και σκουπιδαριό που είχαμε συγκεντρώσει από το χωριό, στεκόταν στη νότια πλευρά της πλατείας. Στην απέναντι ακριβώς πλευρά, τη βόρεια, άπλωνε τα κλαδιά του ο μεγάλος πλάτανος, κάτω από τα οποία ήταν απλωμένα τα τραπεζάκια του καφενείου. Ανάμεσά τους και λίγο πιο πίσω δέσποζε ο Ναός της Παναγίας, η εκκλησία του χωριού μας. 

Ανήμερα τη Μεγάλη Παρασκευή, την ώρα που στον περίβολο του ναού οι γυναίκες στόλιζαν τον Επιτάφιο, εμείς οι πιτσιρικάδες φιλοτεχνούσαμε τον Ιούδα μας. Οι άντρες, πάλι, κάθονταν στα τραπεζάκια άπραγοι (δεν δούλευαν Μεγάλη Παρασκευή), έπιναν τον καφέ τους, σχολίαζαν και μας έκαναν κατασκευαστικές παρατηρήσεις, ενθυμούμενοι με νοσταλγία τα δικά τους μικράτα, τότε που έφτιαχναν και ’κείνοι τους δικούς τους καταδικασμένους να καούν Ιούδες. 

Ο άγνωστος που κατέφθασε οδηγώντας ένα Ford, προφανώς από την πόλη, ήταν καλοντυμένος για τα δεδομένα του χωριού, είχε ύφος ανθρώπου που ξέρει πολλά και μια αύρα αυτοπεποίθησης που σε καθήλωνε. Κάθισε σε ένα τραπέζι, παρήγγειλε μια γκαζόζα στον καφετζή που αναρωτιόταν πούθε κρατούσε η σκούφια του άγνωστου πελάτη κι έμεινε να μας παρατηρεί καθώς βάζαμε τις τελευταίες πινελιές στο αριστούργημά μας. 

Υστερα, μας έκανε ξαφνικά νόημα να πάμε πιο κοντά του. Δυο-τρεις από μας τον πλησιάσαμε διστακτικά. «Ωραίο Ιούδα φτιάξατε» μας είπε με βαθιά φωνή, «μπράβο. Φωνάξτε και τους υπόλοιπους να σας κεράσω για τον κόπο σας». Στράφηκε μετά προς τον καφετζή και του φώναξε. «Μάστορα, φέρε από ένα λουκούμι στο κάθε παιδί». Γουρλώσαμε τα μάτια. Δεκαπέντε λουκούμια μαζεμένα ήταν μια περιουσία για ένα χωριό των αρχών της δεκαετίας του ’70. Η μαρίδα μαζεύτηκε γύρω του στο δευτερόλεπτο. 

«Τι ξέρετε για τον Ιούδα;» μας ρώτησε ξαφνικά. Τον κοιτάξαμε αμίλητοι. Εμείς είχαμε μαζευτεί για το λουκούμι που μας έταξε, εξάλλου δεν ήμασταν συνηθισμένοι να ανοίγουμε κουβέντες με καλοντυμένους ξένους. «Πριν από την προδοσία», συνέχισε εκείνος, «το “Ιούδας” ήταν ένα πολύ συνηθισμένο εβραϊκό όνομα. Μετά χάθηκε. Ποιος γονιός θα έδινε στον γιο του ένα τόσο καταραμένο όνομα; Ομως υπήρξε πραγματική προδοσία;». Στο άκουσμα της ερώτησης, τα πρόσωπά μας πήραν μια χαζή έκφραση. Οι χωριανοί από τα γύρω τραπέζια έκοψαν τις μεταξύ τους κουβέντες και τέντωσαν κι εκείνοι το αυτί.

«Υπάρχουν πολλές εκδοχές για αυτή την προδοσία, που θεωρήθηκε η χειρότερη και πιο ντροπιαστική στην ανθρώπινη Ιστορία. Η πιο απλοϊκή ήταν ότι ο Ιούδας ήταν απλώς ένας φιλάργυρος, ένας τσιγκούνης που πούλησε τον Χριστό για τριάντα αργύρια. Ναι, αλλά αυτοί οι τύποι είναι πωρωμένοι. Ούτε μετανοούν ούτε γυρίζουν τα λεφτά, ούτε αυτοκτονούν. Κι ο Ιούδας τα έκανε αυτά. Επέστρεψε το χρήμα και κρεμάστηκε γεμάτος τύψεις.  

»Υπάρχει η εκδοχή ότι ο Χριστός, κατεβαίνοντας στη γη για να σώσει τους ανθρώπους, ακολουθούσε ένα προδιαγεγραμμένο από τον Θεό σχέδιο. Να διδάξει, να προδοθεί, να συλληφθεί, να μαρτυρήσει, να θανατωθεί, να αναστηθεί. Αρα, η προδοσία ήταν ένα γρανάζι του θεϊκού σχεδιασμού, δίχως αυτήν δεν θα υπήρχε σωτηρία. Οπότε γιατί τον κατηγορούμε και τον καταδικάζουμε τον Ιούδα; Εντολές του Θεού ακολουθούσε. 

»Υπάρχει η εκδοχή ότι ο Ιούδας ήταν ένας ζηλωτής, ένας στρατευμένος δηλαδή στον αγώνα των Εβραίων να αποτινάξουν τον ρωμαϊκό ζυγό. Και ακολούθησε τον Χριστό ως μαθητής, όχι γιατί πίστευε στη διδασκαλία του, αλλά διότι τον έβλεπε να κινητοποιεί τις μάζες των ανθρώπων. Υπέθεσε λοιπόν ότι ο Χριστός ήταν ο αρχηγός που θα οδηγούσε την Ιουδαία στην ελευθερία. Και όταν εκείνος άρχισε να λέει για αγάπες και ταπεινοφροσύνες, θεώρησε ότι οδηγεί τις μάζες σε  ύπουλο συμβιβασμό με τους κατακτητές. Οπότε τον πρόδωσε για να σώσει τον αγώνα. Αρα, ό,τι έκανε ήταν από πατριωτισμό, όχι από προδοτική πρόθεση. 

»Υπάρχει η εκδοχή ότι ο Ιούδας ήταν ζηλωτής, αλλά πίστευε και στις θεϊκές δυνάμεις του Χριστού. Οπότε τον πρόδωσε για να επιταχύνει την παντοδύναμη θεϊκή του παρέμβαση. Να τον συλλάβουν, να τον βασανίσουν, να τον φέρουν στο αμήν, οπότε κι εκείνος, με μια κίνηση του χεριού του να τους διαλύσει. Μα αν είναι έτσι, τότε δεν πρόδωσε από χαμέρπεια, αλλά από καθαρή πίστη στον θεάνθρωπο». 

Εμείς μασουλάγαμε ηδονικά τα λουκούμια που είχαν καταφθάσει και τον ακούγαμε με γουρλωμένα μάτια και με τα χείλη μας γεμάτα άχνη ζάχαρη. Το ίδιο και οι γύρω χωριανοί που είχαν απομείνει εμβρόντητοι. Ενας από αυτούς τόλμησε να ρωτήσει. «Γιατί, ρε κουμπάρε, λες στα παιδιά αυτά τα παράξενα πράγματα;». Εκείνος σηκώθηκε αναστενάζοντας, άφησε κάτι κέρματα στο τραπέζι για τα κεράσματα και είπε. «Τους τα λέω για να αποφασίσουν μόνα τους αν είναι σωστό ή λάθος, δίκαιο ή άδικο να τον κάψουν αύριο, αυτόν εκεί τον τύπο που έφτιαξαν». Και αποχώρησε με το αμάξι του, αφήνοντας μια ολόκληρη πλατεία σαν κεραυνοβολημένη.  

Μόλις το αυτοκίνητο του αγνώστου χάθηκε στη στροφή, άναψε η συζήτηση. «Τι βλακείες μας είπε τούτος;» μούγκρισε ο Θοδωρής. «Μα φαινόταν πολύ μορφωμένος» αντιγύρισε ο Αντώνης. «Μορφωμένος που μας λέει ότι ο Ιούδας δεν ήταν προδότης; Να τη χέσω τέτοια μόρφωσή του» ξεφύσησε ο Ευτύχης. «Ελα μωρέ, κομμουνιστής είναι» έκραξε ο Γιώργης. «Οι κομμουνιστές δεν λένε τέτοιες μαλακίες» απάντησε εκνευρισμένος από το βάθος ο Νικολής, που ήταν ο αριστερός του χωριού και βαθιά θρησκευόμενος.

Κι εμείς οι μικρούληδες, γλυκαμένοι από το λουκούμι, είχαμε στρέψει το βλέμμα προς τον Ιούδα μας και για πρώτη φορά αναρωτιόμασταν προβληματισμένοι. «Να τον κάψουμε τώρα αυτόν τον προδότη ή να πάμε να τον ξεκρεμάσουμε τον ταλαίπωρο;».  

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...